Please take my sunshine away only if it's about the whole good. / Η πανούκλα σπάει την εδραιωμένη πραγματικότητα, διασαλεύοντας την ελευθερία.

 

Please take my sunshine away only if it's about the whole good.


Η πανούκλα σπάει την εδραιωμένη πραγματικότητα, διασαλεύοντας την ελευθερία.


Της Ελένης Αναγνωστοπούλου, θεατρολόγου και μέλους της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.



Μα για ποια πανούκλα μιλάει επιτέλους ο Αλμπέρ Καμύ; Το εν λόγω δραματικό αφήγημα προσφέρεται για ανάλυση και υποκειμενική τοποθέτηση επί της ερμηνείας του κειμένου. Με άλλα λόγια, ερμηνείες χωρούν πολλές. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ποτέ έτοιμος να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις, πόσο μάλλον όταν πρόκειται περί πανδημίας που πλήττει το κοινωνικό σύνολο. Μόνος, σαν το φτερό στο άνεμο, κινείται απευθείας στον κίνδυνο, έχοντας μαζί του την ψευδαίσθηση ότι δεν θα τον αγγίξει ο θάνατος.



“Ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος”. Και η διαπίστωση αυτή τον τρομάζει, τον αποδιοργανώνει. Τον βγάζει έξω από τα λιμνάζοντα νερά της καθημερινότητάς του, από την περιχαρακωμένη ασφάλειά του. Η ζωή τίθεται σαν ερώτημα υπό αμφισβήτηση. Τι θα πει ζωή; Και πώς πρέπει να ζήσει κανείς τη ζωή του; Με φόβο; Δεν πήγε ποτέ μπροστά, αντιθέτως παρέμεινε πίσω. Στάσιμος. Ακίνητος. Αδρανής. Ανενεργός. Και πώς πρέπει να ζήσει κανείς τη ζωή του; Με άρνηση, έχοντας την πεποίθηση ότι είναι αήττητος; Έχασε από χέρι. Η λογική απουσιάζει και τη θέση της πήρε η ξεροκεφαλιά. Οι άνθρωποι έχουν φαινομενική επίγνωση της θνητότητάς τους, σε πρωταρχικό στάδιο βέβαια. Και κάπου εκεί, αρχίζει η αφορμή να γίνεται το έναυσμα για τη δημιουργία αυτού του θεατρικού σύμπαντος, του παράξενα -ανοίκεια οικείου- μα τόσο γνώριμου. Το θεατρικό παράλογο όπως το ορίζει ο Καμύ μέσα από τη λογοτεχνία του, διαφαίνεται μέσα από την πολύπλοκη ύφανση της υπόθεσης και μέσα από την αδυναμία που διέπει τους χαρακτήρες να κατανοήσουν τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω τους. Τα αποδέχονται σαν μέρος της καθημερινότητας, που υπάρχει αναγκαστικά, ενάντια στη δική τους θέληση. Ο υπαρξιακός προβληματισμός υφίσταται σαν ένα αναπάντητο, ανθρώπινο ερώτημα που βρίσκει διέξοδο σ'έναν αέναο κύκλο φαυλότητας.





Η γοητεία των λογοτεχνικών κειμένων αιτιολογείται από το γεγονός ότι ο αναγνώστης όταν εισέρχεται με προσήλωση στον κόσμο των γραμμάτων, κατασκευάζει τη δική του πραγματικότητα, ορμώμενος από την γραφόμενη. Υφαίνει δηλαδή το δικό του ρεαλισμό.


Πράγματι, ένα λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί ένα σύμπαν από μόνο του, καθώς εκεί περιγράφονται τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα είτε στη σφαίρα του πραγματικού, είτε του φανταστικού. Στην περίπτωση της Πανούκλας, ο αναγνώστης χρειάζεται να αναλάβει δράση. Θα ήθελα να εξάρω σε αυτό το σημείο, το κομμάτι της δραματουργικής επεξεργασίας διότι πιστεύω ότι έπαιξε καθοριστικό και συνάμα σπουδαίο ρόλο στο ανέβασμα το οποίο εξετάζουμε. Η Σοφία Καραγιάννη και ο Μιχάλης Βραζιτούλης διάβασαν με προσοχή το πρωτότυπο κείμενο πριν περάσουν στη θεατρική διασκευή. Γνωρίζουμε ότι όταν το πρωτότυπο κείμενο έχει γραφτεί με την πρόθεση να διαβαστεί, αποτελεί εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα για τον οποιονδήποτε, να το μετατρέψει σε θεατρικό έργο αξιώσεων που κάθε φορά, σε εκπλήσσει με τις εναλλαγές και τη δυναμική του. Έπρεπε λοιπόν, το έργο να περάσει από τη ζεστασιά ενός δωματίου, στη σκηνή και να λάβει διαστάσεις. Ως εκ τούτου, κόπηκε η εκτενής αφήγηση και τη θέση της πήραν οι δραματοποιημένοι διάλογοι που εντείνουν την αγωνία των θεατών. Με φόντο το γλαφυρό βλέμμα και με οδηγό το σασπένς, ταξιδεύουμε νοερά στην Αλγερία, στην παραθαλάσσια πόλη του Οράν κατά τη δεκαετία του 1940. Εκεί όπου ο ρους της ζωής διαταράσσεται από ένα αόρατο μικρόβιο. Ο τυχαίος θάνατος πολλών αρουραίων, αρχικά αφήνει αδιάφορο το πλήθος, στην πορεία το ταρακουνάει συθέμελα εφ'όσον αποτελεί απειλή για τη ζωή.



Άβυσσος η ψυχολογία των μαζών. Ο ρόλος των δύο περαστικών με τα αδιάβροχα.


Όταν ένα γεγονός παύει να είναι σύμπτωση, τότε μας καθιστά ανήσυχους. Όταν ένα γεγονός βρίσκεται έξω από τα μέτρα μας, προσπαθούμε να το κατανοήσουμε. Φυσικά, όταν η κατάσταση είναι διαχειρίσιμη. Ελεγχόμενη. Στην Πανούκλα, ο Καμύ καταρρίπτει τον έλεγχο. Τα πάντα μπορούν να συμβούν και ο άνθρωπος είναι ανέτοιμος να διαχειριστεί το παράδοξο, παρολαυτά, έρχεται σε άμεση επαφή με το απροσδόκητο. Οι δύο περαστικοί είναι πρόσωπα κομβικά στην εξέλιξη της δραματικής πλοκής. Χρειάζεται να συμβεί το πλέον αναμενόμενο, ένας θάνατος ενός συνανθρώπου τους από την πανούκλα για να ξεκινήσουν να συνομιλούν χωρίς να ακούν τι πραγματικά ξεστομίζουν. Έντεχνα, ο Καμύ πετυχαίνει το σκοπό του: να μας βάλει σε σκέψεις χωρίς να μας έχει δώσει τη λύση. Μας δίνει όμως την ιδέα σχετικά με τη σοβαρότητα των δύο φαινομένων. Από τη μία η ζωή, από την άλλη ο θάνατος. Κανένα από τα δύο, δεν στερείται σοβαρότητας κι εδώ ακριβώς έγκειται ο υπαρξισμός. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να φύγεις. Υπάρχουν πολλοί τρόποι που υποβοηθούν το πέρασμα από το φως στο απόλυτο σκοτάδι του χάους. Υπάρχει ένας, επίπονος τρόπος να υπάρξει το φως. Το θείο δώρο της ανθρωπότητας που δίνεται άπαξ. Ο Καμύ συνθέτει το τελεολογικό μέρος της Πανούκλας: κατά πόσο εκτιμάται το πολυτιμότερο αγαθό; Στο τέλος, αυτό που μένει είναι είτε η εκτίμηση του δώρου της ζωής και το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης, είτε η πλήρης αχαριστία και άρνηση της ενεργειακής δύναμης που καλείται ζωή. Στην Πανούκλα, οι ήρωες αλλά και οι θεατές έρχονται αντιμέτωποι με το μανιφέστο απελευθέρωσης από τα νοητικά δεσμά. Πιο συγκεκριμένα, αποτινάσσουν θέλοντας και μη, τις παρωπίδες και τα στεγανά ετών που παγιώθηκαν και καθοδηγούσαν τη ζωή τους. Επίπονα μα αναγκαία για την εξέλιξή τους σε κάτι ανώτερο: τον σκεπτόμενο και διερωτώμενο άνθρωπο.





Η πάνω σκηνή του θεάτρου 104 είναι ντυμένη με το μαύρο σκηνικό της Κωνσταντίνας Κρίγκου. Επάνω στο μαύρο καμβά, στο απόλυτο έρεβος, τελείται μια διπλή θεατρική σύμβαση: εισαγόμαστε αφ'ενός στη θεατρική σύμβαση που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια του θεατή και αφ'ετέρου στον τέταρτο τοίχο όπου δεν βλέπουμε τι γίνεται αλλά γινόμαστε κοινωνοί των γεγονότων. Παρακολουθούμε ομιλίες, δε βλέπουμε εκφράσεις. Τις ανασυνθέτουμε στο νου μας, βιώνοντας παράλληλα κάθε συναίσθημα.


Η σκηνοθεσία είναι της Σοφίας Καραγιάννη. Ευφυέστατο σκηνοθετικό εύρημα, η μεταφορά διάφορων παπουτσιών, ποικίλου χρώματος, ανεξαρτήτως ύψους τακουνιού και ύπαρξη ή μη αυτού. Μια ολόκληρη πόλη απλώνεται και παραδίνεται αμαχητί στα πλοκάμια του βάκιλου της πανούκλας. Όλοι επηρεάζονται και όλοι θρηνούν την αντίξοη τύχη, άνδρες- γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι. Πάνω σ'αυτό το μοτίβο, η σκηνοθεσία κατορθώνει να συγκινήσει με τις ερμηνείες επιπέδου. Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν πίσω από τις γραμμές και κάθε φορά, χρησιμοποιούνται τεχνάσματα που αποδεικνύουν ότι στον κόσμο του Καμύ, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Δεν μπορείς να συμφιλιωθείς με το ανοίκειο. Απλώς, εξοικειώνεσαι μαζί του και λίγο λίγο συνηθίζεις την παρουσία του. Δόθηκε έμφαση στο ρεαλισμό και όχι στο γκροτέσκο, σημάδι που αποτελεί αναμφίβολα την ισορροπία της παράστασης.





Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης υποδύεται το γιατρό Μπέρναρντ Ριέ. Βαθιά ανθρώπινος και ταυτόχρονα σκεπτικός, προσεγγίζει το ρόλο του με σαφήνεια. Από τη μία, ενσαρκώνει την πτυχή του επαγγελματία γιατρού που δεν του μένει άλλη επιλογή παρά να καταπολεμήσει το μικρόβιο, όντας στην πρώτη γραμμή για το συνάνθρωπο. Από την άλλη, εξωτερικεύει την ευαισθησία και την ανθρωπιά για τη γυναίκα του που παλεύει με την επάρατη νόσο. Αντιμετωπίζει την Πανούκλα με διερευνητικό ύφος, πραγματιστικά ρεαλιστικό. Αγωνιά αλλά δεν χάνει την ψυχραιμία του.


Ο Κωνσταντίνος Πασσάς ενσάρκωσε δύο ρόλους εξίσου απαιτητικούς. Αυτόν του καρδινάλιου Πανελού καθώς και το ρόλο του δημάρχου της πόλης. Δύο πρόσωπα, δύο ήρωες που ανήκουν στην πολιτειακή εξουσία, εντούτοις ο καθένας αντιμετωπίζει το ζήτημα από το δικό του μετερίζι και σαφώς από την προσωπική του σκοπιά. Ο Πανελού βιώνε εξάρσεις κι εντάσεις από το θρησκευτικό βήμα. Οι λόγοι του πύρινοι, γεμάτοι σιγουριά που δεν επιβεβαιώνεται από κάπου, απλά είναι μια γενικά αποδεκτή αλήθεια ως η μόνη αλήθεια. Απευθυνόμενος στο ποίμνιο, κάνει λόγο για τη θεϊκή τιμωρία που προέρχεται από έναν Θεό, άτεγκτο, αδυσώπητο. Τιμωρό. Με αυτή τη λογική, καλεί τους πιστούς να “μεταλάβουν” τη μόνη σωτηρία όπου είναι η Πίστη στο Θεό, η οποία γιατρεύει τα πάντα.


Ως δήμαρχος της πόλης, έδειξε με εύγλωττο τρόπο την παντελή έλλειψη προτάσεων από την πολιτεία για την εξυγίανση και αντιμετώπιση του ιού, ενώ η αδυναμία του να βοηθήσει την πόλη είναι παροιμιώδης. Εκατό τοις εκατό πειστικός, δεν παρεξέκλινε της ερμηνευτικής πορείας που του ανατέθηκε.


Ο Δημήτρης Μαμιός ενσάρκωσε το ρόλο του μουσικού σε στυλ πρόζας. Αεικίνητος, εκφραστικός με υψηλές θεατρικές ικανότητες, μας έπεισε ότι η πανούκλα “περνάει” άνετα στην αντίληψη και τη συνείδησή μας ως ένας θυμωμένος άνθρωπος που ο θυμός του κάνει κρεσέντο και διαλύει τα πάντα στο πέρασμά του.


Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, υποβλητικοί, ταιριαστοί με τη θεματολογία του έργου.


Η Μαργαρίτα Τρίκκα επιμελήθηκε το κινησιολογικό μέρος της παράστασης, χαρίζοντας στους ερμηνευτές κινήσεις εξωπραγματικές που εντυπωσιάζουν, άρρηκτα συνδεδεμένες με τον εκάστοτε ρόλο.



Γιατί αξίζει να δει κανείς την Πανούκλα: γιατί θα μπει στη διαδικασία να αναρωτηθεί τι σημαίνει Ελευθερία για τον ίδιο και τι θα θέσει ως στόχο για να την κατακτήσει. Εξάλλου, είναι εύκολο να είσαι δυστυχισμένος γιατί απλά βουλιάζεις στο στενάχωρο κύκλο. Για να καταστείς πραγματικά ευτυχισμένος, είναι απαραίτητο να βιώσεις πόνο και εσωτερισμό για να μπορέσεις να βρεις αυτό που θέλεις για τη ζωή σου και αυτό το κάτι που σε εξυπηρετεί ωφέλιμα πνευματικά.





Η ταυτότητα της παράστασης


Συντελεστές


Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη


Μετάφραση-Δραματουργική Επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μιχάλης Βραζιτούλης


Σκηνικά-Κοστούμια: Kωνσταντίνα Κρίγκου


Μουσική: Στάθης Δρογώσης


Επιμέλεια Κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα


Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος


Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Διαλυνά


Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Σχόλια