Ένα δράμα με πρωταγωνιστές δύο λικέρ κι ένα ουίσκι: ένα φιλμ νουάρ για δυνατούς λύτες. “Άγνωστοι στο τρένο” στο θέατρο Αγγέλων Βήμα

 

Οι Άγνωστοι στο τρένο, ένα έργο εμπνευσμένο από το διαχρονικό φιλμ νουάρ, με ψυχολογικές προεκτάσεις, έρχεται να συνταράξει τα νερά της φετινής θεατρικής σεζόν και γιατί όχι, να κερδίσει το ενδιαφέρον. Να τραβήξει τη ματιά ακόμα και του πιο “αδιάφορου” θεατή βάζοντάς τον στη διαδικασία να σκέφτεται αυτό που παρίσταται τη δεδομένη στιγμή και ταυτοχρόνως να το αναλύει, προσπαθώντας να φτάσει στον τελικό στόχο. Πράγματι, αυτή είναι η δομή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Τι κάνει όμως το αστυνομικό μυθιστόρημα τόσο γοητευτικό; Μα φυσικά, ο συνδυασμός του με τον αέρα του φιλμ νουάρ που σαν είδος -πρώτα απ'όλα- κινηματογραφικό, λίγο το μαύρο χρώμα που τυλίγει την ιστορία, λίγο το μυστήριο που αποπνέουν οι χαρακτήρες καθώς και η κομψότητα σε επίπεδο ενδυματολογικό, είναι τα στοιχεία που έλκουν σαν μαγνήτης διότι λειτουργούν σαν πείραμα εν εξελίξει. Πρωταρχικά, το αστυνομικό θρίλερ απαιτεί πλήρη συγκέντρωση, σχεδόν αφοσίωση για να μπορέσεις να αποκρυπτογραφήσεις τις μύχιες σκέψεις, τα ανομολόγητα πάθη των χαρακτήρων, τα δυνατά και αδύναμα σημεία τους, αυτά που τους καθιστούν μοναδικούς.


Υπόθεση μεταξύ δύο ανδρών και στο παρασκήνιο οι γυναίκες. Η παραδοξότητα που ανατρέπει την τυπική δομή του φιλμ νουάρ, σπάζοντας τα παγιωμένα στερεότυπα του όρου.


Ένα βαγόνι ενός τρένου. Ένα μακρύ ταξίδι σε σταθερή τροχιά. Δύο άγνωστοι άνδρες δίχως αφορμή, ξεκινούν να συζητούν και να ανταλλάσσουν στιγμές από τη ζωή τους μέσα σε λίγη ώρα. Αναμφισβήτητα, από το πρώτο κιόλας λεπτό, αντιλαμβανόμαστε πως μια απλή συζήτηση θα μετατραπεί στον πιο σκοτεινό εφιάλτη. Ο Κρέιγκ Βάρνερ ακολουθεί το κλιμακωτό μοτίβο όσον αφορά την εξέλιξη της δραματικής πλοκής. Σιγά- σιγά, ξεδιπλώνει τις δύο παράλληλες ζωές που φτάνουν στο σημείο τομής αφού σημαδεύονται από το έγκλημα. Στη συνέχεια, ακολουθούν σε αφηγηματικό επίπεδο, σε δεύτερη μοίρα, οι ζωές των γυναικείων προσώπων που έχουν συμβάλλει καθοριστικά, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, στην ψυχοσύνθεση των ανδρών. Είναι ευρέως γνωστό ότι στο φιλμ νουάρ, η μοιραία γυναίκα λειτουργεί σαν απρόσιτο ον που έλκει, μαγνητίζει και παγιδεύει τους άνδρες. Ο συγγραφέας εδώ ανατρέπει το πρώτο δεδομένο. Δεν υπάρχει η μοιραία γυναίκα εδώ. Τουλάχιστον όχι εμφανώς στο έργο που εξετάζουμε. Εντούτοις, θα μπορούσε να γίνει λόγος για την ύπαρξη του μοιραίου άνδρα. Ο μοιραίος άνδρας “δένει” στη φαρέτρα του πολλές ανθρώπινες ζωές που “εξαρτώνται” από τις βουλές του. Σαν υπνωτισμένα πιόνια κινούνται προς την εκτέλεση του θελήματός του, στερούμενοι ψυχραιμίας και καθαρού μυαλού.





Ο μοιραίος άνδρας διαθέτει γυναικεία στοιχεία επάνω του και αυτό είναι απολύτως προφανές. Θα εξηγήσω γιατί. Αυτός ο άνδρας παλεύει με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις που έχει μια γυναίκα, προσπαθώντας να ισορροπήσει το συναίσθημα με τη λογική. Στην περίπτωση των Αγνώστων στο τρένο, ο Μάνος Παπαδάς ενσαρκώνει το ρόλο του Τσαρλς Μπρούνο επάξια. Έχει όλο το πακέτο: η εξωτερική του εμφάνιση, ιδιαιτέρως προσεγμένη σε συνδυασμό με τη γνώση του και την ικανότητα να μπορεί ως ρόλος να αυτοπλασάρεται με επιτυχία, κερδίζει το χειροκρότημα του κοινού. Με άλλα λόγια, κατέχει την τεχνική του σαγηνεύειν, καταρρίπτοντας τα όρια του πραγματικού και του φανταστικού. Υφαίνει ένα είδος πραγματικότητας μέσα στο οποίο, ο τρόπος που μιλάει και κινείται, οι εκφράσεις του προσώπου του και η τολμηρή αποφασιστικότητά του δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης ότι ο ήρωάς του έχει όλα τα φόντα να κατακτήσει κάθε στόχο. Ακροβατεί από το συναισθηματισμό στον κυνικό δυναμισμό. Είναι ένας ηθοποιός, ερμηνευτής που ζει το ρόλο εις βάθος. Είμαι βέβαιη ότι στο μέλλον θα τον δούμε να κάνει άλματα στο χώρο του θεάτρου σε εξίσου απαιτητικούς ρόλους.



Η Αθηνά Μαυρομάτη προσέγγισε το ρόλο της μητέρας με εσωτερικό τρόπο. Βιώνει το δράμα της Έρσης βουβά, σχεδόν αποστασιοποιημένα. Ένα επιπλέον στερεότυπο του φιλμ νουάρ που ανατρέπεται είναι το ότι ενώ στην κλασσικά διαχρονική δομή του, η μοιραία γυναίκα είναι εκείνη που διαπράττει το έγκλημα, εδώ παρουσιάζεται συγκαλυμμένα ως ο ηθικός αυτουργός που έχει προετοιμάσει και καλλιεργήσει το κλίμα για την ανατροφή του εν δυνάμει δολοφόνου. Στην περίπτωση της μητέρας, η Έρση έχει αναπτύξει μια σχέση σχεδόν αιμομικτική, ευνουχίζοντας το γιο της, αφήνοντας βαθύ το αποτύπωμα του τραύματος στη διασαλευμένη ψυχή του.


Ο Αλέξιος Κοτσώρης ερμήνευσε το ρόλο του αρχιτέκτονα, Γκάι Χάινς. Παρουσίασε άψογα το ρόλο του αγνού ανθρώπου που γίνεται υποχείριο, εξιλαστήριο θύμα που προσπαθεί να ξεφύγει από τα δίχτυα του κακού.


Η Ανδρονίκη Αβδελιώτη συγκλονίζει στο ρόλο της Ανν. Στην αρχή και στο τέλος, ως βουβό πρόσωπο, αφήνει με το βλέμμα της να ξεδιπλωθεί ο ψυχισμός της ηρωίδας που εκείνη ενσαρκώνει. Είναι εκείνος ο ρόλος που ζητάει να πάρει απαντήσεις στα χιλιάδες γιατί που ταλανίζουν τη ζωή της και τη ζωή του άνδρα της.


Ο Ανδρέας Ζάκκας ξεπέρασε την αδύναμη στιγμή που έχασε τα λόγια του επί σκηνής, εντυπωσιάζοντας στο ρόλο του ιδιωτικού ντετέκτιβ, Άρθουρ Τζέραλντ. Η θεατρική του υπόσταση, διττή: από τη μια, ο άνθρωπος που ερευνά και ανακαλύπτει τον ένοχο ενώ παράλληλα, θα μπορούσε να είναι η μορφή του πατέρα που αντιμετωπίζει στοργικά το γιο που παραστράτησε. Η λεγόμενη φωνή της συνείδησης προσωποποιημένη, που δίνει τη συγχώρεση.


Ο Σταμάτης Μπαντούνας υποδύεται τον Φρανκ Μάγιερ. Με καθαρή άρθρωση και εκφραστικότητα, κερδίζει πόντους και εγείρει ερωτήματα σχετικά με την παρουσία του στην εξέλιξη της δραματικής πλοκής.



Η σκηνοθεσία εστιάζει στο διττό περιβάλλον, το οποίο σιγά- σιγά χάνει τα όρια του και γίνεται ένας ενιαίος δραματικός χώρος. Ο ρεαλισμός βρίσκεται σαφώς σε πρώτο πλάνο με το συναίσθημα να κλιμακώνεται όπως και όπου χρειάζεται. Η Ανδρονίκη Αβδελιώτη στρέφει το σκηνοθετικό βλέμμα της στους χαρακτήρες του έργου, πλέκοντας μια αόρατη σκακιέρα επάνω στην οποία τοποθετούνται και δοκιμάζονται. Το μυστικό έγκειται στο γεγονός ότι η σκηνοθεσία εδώ κρύβει και αποκαλύπτει περισσότερες λεπτομέρειες που με την πρώτη θέαση δεν καθίστανται άμεσα αντιληπτές.


Η αλήθεια που φανερώνει ο κάθε ήρωας περιβάλλεται από τον υποβλητικό φωτισμό του Βασίλη Κλωτσοτήρα. Εντείνεται για ακόμα μια φορά το αίσθημα της εφιαλτικής αγωνίας. Τα πρόσωπα φωτίζονται, δίνοντας την ψευδαίσθηση στο θεατή ότι πρόκειται για τα προσωπικά πορτραίτα του καθενός τα οποία έχουν πνοή ζωής και βάζουν το δικό τους λιθαράκι στην ιστορία, κατευθύνοντας τις εξελίξεις.




Η μουσική σύνθεση της Αργυρώς Καπαρού εντοπίζεται στις νότες του πιάνου και στους ήχους του μεταλλόφωνου. Ένα μείγμα που προκαλεί το σασπένς και την αγωνία από την έναρξη μέχρι και τη λήξη του έργου.


Τα σκηνικά και τα κοστούμια των Νικολάου Μαρμαροτούρη και Ανδρονίκης Αβδελιώτη μας παραπέμπουν στην εποχή όπου η κομψότητα κυριαρχούσε, όντας το άλφα και το ωμέγα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εξωτερική εμφάνιση όφειλε να είναι φροντισμένη κατά το άριστον και τα σκηνικά αντικείμενα όπως η διαρρύθμιση των δύο σπιτιών έφερε τον αέρα του καλού γούστου, πάντοτε συμβατή σύμφωνα με το πλαίσιο διαβίωσης των ηρώων. Το σπίτι του αρχιτέκτονα μινιμαλιστικό με ένα γραφείο, δύο πολυθρόνες και έναν πίνακα σε αντιπαραβολή με την έπαυλη του Τσαρλς Μπρούνο όπου δεσπόζει ο βαρύτιμος καθρέφτης από χρυσό και στο βάθος το τρόλεϊ με τα αλκοολούχα ποτά.



Οι Άγνωστοι στο τρένο ξεδιπλώνουν την ευθραυστότητά τους, κινούμενοι σ'ένα ασφυκτικό πλαίσιο όπου η ευαίσθητη ισορροπία μπορεί να σπάσει με το παραμικρό όπως μια λεπτή κλωστή. Το τραύμα γίνεται ο μοχλός που οδηγεί τα πρόσωπα να εμπλακούν σε μια σκακιστική μονομαχία απρόβλεπτων διαστάσεων όπου οι κινήσεις είναι πολλές όπως και οι ερμηνείες. Η καθαρότητα της αγνότητας και η γοητεία της φαυλότητας συγκρούονται. Ο νικητής τα παίρνει όλα και ο χαμένος λυτρώνεται.


Εσείς τι θα διαλέγατε να πιείτε; Ένα ανάλαφρο αρωματικό λικέρ από μήλα ή ένα μεθυστικό ουίσκι από σταφύλια; Ό,τι κι αν προτιμήσετε, θα εξερευνήσετε τμήματα της μαγικής ευαλωτότητας του καθενός. Η γοητεία έγκειται στη διαφορά του να Είσαι. Αρκεί να γίνετε συνταξιδιώτες στο τρένο.


Ελένη Αναγνωστοπούλου, απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.

Σχόλια